μαγιολική

μαγιολική
η [μαγιόλικα]
η τέχνη τής κατασκευής ειδών μαγιόλικας, από τη νήσο Μαγιόρκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”